μυθικός

μυθικός
-ή, -ὁ (ΑΜ μυθικός, -ή, -όν) [μύθος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύθο, μυθώδης («μυθικόν τινα ὕμνον», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στην εποχή τών μύθων και τής μυθολογίας, αυτός που προηγείται χρονικά τής τεκμηριωμένης ιστορίας («μυθικός βασιλιάς»)
2. αυτός που είναι πλαστός, ψεύτικος, φανταστικός («μυθικές διηγήσεις»)
3. φρ. «μυθικοί χρόνοι» — η περίοδος τής προϊστορίας κατά την οποία τα γεγονότα συμφύρονται με τους μύθους
4. αυτός που είναι θαυμαστός, αυτός που υπερέχει σε μέγεθος, αξία, δύναμη, εξαιρετικός («μυθικά πλούτη»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυθικόν
παραμύθι
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Μυθικά
τίτλος βιβλίων που είναι σχετικά με τη μυθολογία. Επιρρ. μυθικώς και -ά (ΑΜ μυθικῶς)
κατά τρόπο μυθικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυθικός — μῡθικός , μυθικός mythic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μύθους: Μυθικές ιστορίες. 2. επινοημένος, φανταστικός, πλαστός: Μυθικά τέρατα. 3. θαυμαστός, μυθώδης: Ορισμένοι επιχειρηματίες έχουν μυθικά πλούτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πηλέας — Μυθικός βασιλιάς της Φθίας, γιος του βασιλιά της Αίγινας Αιακού και της Ενδηίδας, και πατέρας του Αχιλλέα. Μετά το φόνο του αδελφού του Φώκου διώχτηκε από την Αίγινα και κατέφυγε στη Θεσσαλία, στον βασιλιά της Φθίας Ευρυτίωνα, ο οποίος τον… …   Dictionary of Greek

  • Αμαζόνες — Μυθικός λαός πολεμοχαρών γυναικών που λάτρευαν τον Άρη, θεό του πολέμου, και τον θεωρούσαν γεννήτορά τους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, κατοικούσαν στον Πόντο της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τραπεζούντας. Κανένας άντρας δεν ήταν δεκτός στην… …   Dictionary of Greek

  • Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… …   Dictionary of Greek

  • Πρίαμος — Μυθικός βασιλιάς της Τροίας, γιος του Λαομέδοντα. Είχε πολλές γυναίκες και ευνοούμενες, μεταξύ των οποίων σημαντικότερη ήταν η Εκάβη. Ήταν πατέρας 50 παιδιών, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σχεδόν όλα από την παράδοση. Νέος ακόμα είδε την… …   Dictionary of Greek

  • Σιθών — Μυθικός βασιλιάς της Θράκης, γιος του Ποσειδώνα ή του Άρη και της Όσσας, σύζυγος της νύμφης Μενδηΐδας και πατέρας της Παλλήνης. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ήταν βασιλιάς των Οδομάντων στη Μακεδονία και υποσχόταν να δόσει την κόρη του ως σύζυγο σε… …   Dictionary of Greek

  • Φαίακες — Μυθικός λαός στη χώρα του οποίου έφτασε ο Οδυσσέας κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του. Οι Φ. αρχικά έμεναν στην Υπέρεια, έπειτα όμως τους έδιωξαν οι Κύκλωπες και πήγαν στη Σχερία, όπου και έζησαν ευτυχισμένοι με τον βασιλιά τους Ναυσίθοο, γιο …   Dictionary of Greek

  • παρής — Μυθικός ήρωας φρυγικής καταγωγής, γιος του βασιλιά της Τροίας Πριάμου και της Εκάβης. Ύστερα από ένα προφητικό όνειρο που προέλεγε ότι ο Π. θα γινόταν υπαίτιος της καταστροφής της Τροίας, οι γονείς του άφησαν έκθετο το βρέφος στο όρος Ίδα, όπου… …   Dictionary of Greek

  • σάρων — Μυθικός βασιλιάς της Τροιζήνας που έχτισε στην παραλία της Φοιβαίας λίμνης ιερό προς τιμή της Σαρωνίας Αρτέμιδας. Οι Τροιζήνιοι γιόρταζαν εκεί κάθε χρόνο τα Σαρώνεια. Σύμφωνα με το μύθο, ο Σ., κυνηγώντας ένα ελάφι, μπήκε μέσα στη θάλασσα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”